ἐφηλίδα

ἐφηλίδα
ἐφηλίς
rivet
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κασκαβάλι — το 1. κασέρι 2. ναυτ. α) είδος μεταλλικής περόνης που συγκρατεί το καρφί, εφηλίδα β) το σχαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkaval ή ιταλ. cacio cavallo] …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλάδα — και (δ. γρφ.) πιτσιλάδα, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] στίγμα τής επιδερμίδας, φακίδα, εφηλίδα …   Dictionary of Greek

  • φακίδα — η, Ν η εφηλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός/ φακή + κατάλ. ίδα (πρβλ. δεσμ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”